- Ἀδώνιον
- Ἀδώνιοςof Adonismasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… … Dictionary of Greek
αδώνιος — α, ο (Α ἀδώνιος, ον) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδώνιον ομοίωμα τού Αδώνιδος που περιέφεραν κατά τα Αδώνια* … Dictionary of Greek
Hymenaic — Hymenaic, a. rare. (haɪməˈneɪɪk) [ad. L. hymenaicum, f. Gr. ὑµέναι ος, f. Ὑµήν Hymen1.] lit. Of or pertaining to Hymen; used to invoke Hymen. Hymenaic dimeter (L. hymenaicum dimetrum), a dactylic dimeter acatalectic (–˘˘–˘˘). (Described by the… … Useful english dictionary